αρνησίχριστος

αρνησίχριστος
η , ο [ος , ον ] 1. отрёкшийся от Христе;
2. (ο ) антихрист

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αρνησίχριστος" в других словарях:

  • αρνησίχριστος — ο (Μ ἀρνησίχριστος) αυτός που αρνείται τον Χριστό ή που δεν παραδέχεται τη θεότητά του …   Dictionary of Greek

  • άρνηση — (Φιλοσ.).Φιλοσοφική θεώρηση που απέκτησε μαθηματική υπόσταση με τη δημιουργία της μαθηματικής λογικής στα μέσα του 19ου αι. Ο Πλάτων στον Σοφιστή του αναφέρει για την ά. ότι «λόγος θεμελιακά είναι εκείνος που μπορεί να είναι αληθινός ή ψεύτικος,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»